- μανταλωμένος
- η , ο запертый на засов, задвижку, щеколду, защёлку;
μανταλωμένη πόρτα — дверь на запоре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανταλωμένη πόρτα — дверь на запоре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανταλώνω — μαντάλωσα, μανταλώθηκα, μανταλωμένος, ασφαλίζω την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο: Φοβόταν τους κλέφτες και έμενε στο σπίτι συνέχεια μανταλωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανταλώνομαι — μανταλώνομαι, μανταλώθηκα, μανταλωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής